κοινοκτημοσύνη

κοινοκτημοσύνη
Συλλογική ιδιοκτησία δύο ή περισσότερων ατόμων στα περιουσιακά αγαθά. Ως κοινοτική ιδιοκτησία, ίσχυσε στους πρωτόγονους λαούς (φυλές), όπου ήταν κοινή η εδαφική περιοχή της φυλής. Καθώς όμως αναπτύχθηκαν οι οικονομικές τεχνικές και αναγνωρίστηκαν ατομικά ή οικογενειακά δικαιώματα σε εδαφικά τμήματα, η κ. περιορίστηκε σε λίγες εκτάσεις (για παράδειγμα, βοσκοτόπια). Το σύστημα της κ. ισχύει ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιπτώσεις λαών ή φυλών. Στη σύγχρονη εποχή ο όρος χρησιμοποιείται από την κοινωνιολογία για να χαρακτηρίσει την τάση κοινωνικών ομάδων να διάγουν κοινή ζωή θεσπίζοντας κοινή ιδιοκτησία σε ορισμένα πράγματα (κοινόβιο), ενώ στο εκκλησιαστικό δίκαιο ο όρος αφορά τον τρόπο ζωής των μοναχών (βλ. λ. κοινόβιο). Η κ. διαφέρει από άλλες συμβατικές μορφές κοινής ιδιοκτησίας και δραστηριότητας (όπως, για παράδειγμα, κοινωνία, εταιρεία κ.ά.) που έχουν περιορισμένο και ειδικό περιεχόμενο, γιατί αποβλέπει σε γενική και αόριστη υπαγωγή περιουσιακών στοιχείων των συμμετεχόντων στην κοινή ιδιοκτησία. Επίσης, διαφοροποιείται από τις σύγχρονες μορφές των κοινωνικοοικονομικών καθεστώτων του σοσιαλισμού. Η κ. στη σύγχρονη εποχή αποτελεί θεσμό του οικογενειακού δικαίου με πεδίο εφαρμογής τις περιουσίες των συζύγων. Το ελληνικό δίκαιο, μολονότι δέχεται την οικονομική αυτοτέλεια των συζύγων, ωστόσο υποστηρίζει την ολική ή μερική κ. των συζύγων, κυρίως όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτούν μετά τον γάμο. Ο θεσμός της κ. υιοθετείται και από δίκαια ευρωπαϊκών χωρών.
* * *
η
1. η από κοινού κτήση και χρήση υλικών αγαθών, το να είναι κάτι κοινό κτήμα δύο ή περισσότερων ανθρώπων
2. (νομ.) θεσμός τού οικογενειακού δικαίου βάσει τού οποίου ορισμένα περιουσιακά στοιχεία τών συζύγων καθίστανται κοινά
3. (κοινων.) οικονομικοκοινωνικό σύστημα στο οποίο δεν ισχύει η ατομική ιδιοκτησία, αλλά, αντίθετα, το σύστημα τής από κοινού ιδιοκτησίας και απόλαυσης τών υλικών αγαθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινοκτήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοινοκτημοσύνη — η η κτήση από το σύνολο της κοινότητας των μέσων παραγωγής, ο κομουνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικός κομουνισμός — Στοιχειώδης μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που αντιστοιχεί στο αρχέγονο στάδιο της ανθρώπινης προϊστορίας, όταν η γη δεν ήταν ατομική αλλά ομαδική ιδιοκτησία της φυλής ή του γένους. Ο α.κ. είναι αποτέλεσμα της μετάβασης των λαών από… …   Dictionary of Greek

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… …   Dictionary of Greek

  • ακτημοσύνη — η (Α ἀκτημοσύνη) [ἀκτήμων] έλλειψη κτηματικής περιουσίας, ανέχεια, φτώχεια μσν. 1. κατάργηση τής ατομικής ιδιοκτησίας, κοινοκτημοσύνη 2. η μη κατοχή κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό τού μοναχικού βίου …   Dictionary of Greek

  • εθνικοποίηση — Το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους. Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής και χρησιμοποιείται με πολλές παραπλήσιες… …   Dictionary of Greek

  • μοναχισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ιδιάζουσα πραγματοποίηση της τάσης αποχωρισμού και απάρνησης του κόσμου για την ικανοποίηση εσωτερικών απαιτήσεων ηθικής και πνευματικής τελειοποίησης διά της προσευχής, της ταλαιπώρησης της σάρκας, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”